- ἀκοπωτέρα
- ἀκοπωτέρᾱ , ἄκοποςunweariedfem nom/voc/acc comp dualἀκοπωτέρᾱ , ἄκοποςunweariedfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκοπώτερα — ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενέζομαι — ἐνέζομαι (Α) 1. εδρεύω, κατοικώ σ έναν τόπο («τόδ ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῑον», Αισχύλ.) 2. κάθομαι σ έναν τόπο («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek